- ἐπιξεναγία
- ἐπιξεναγίᾱ , ἐπιξεναγίαfourfem nom/voc/acc dualἐπιξεναγίᾱ , ἐπιξεναγίαfourfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιξεναγία — ἐπιξεναγία, ἡ (Α) ονομασία τάξης ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών, ίσης με τέσσερεις ξεναγίες*, που αποτελείται δηλ. από 2.048 άνδρες … Dictionary of Greek
ἐπιξεναγίαι — ἐπιξεναγίᾱͅ , ἐπιξεναγία four fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)